αστρολατρεία

αστρολατρεία
η
η λατρεία των άστρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άστρο(ν) + λατρεία (πρβλ. αγγλ. astrolatry). Ο ελληνικός όρος αστρολατρεία μαρτυρείται από το 1844 στον Κ. Κοντογόνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”